ἀλέξει

ἀλέξει
ἄλεξις
warding off pain
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀλέξεϊ , ἄλεξις
warding off pain
fem dat sg (epic)
ἄλεξις
warding off pain
fem dat sg (attic ionic)
ἀλέξω
raáks̥ati
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀλέξω
raáks̥ati
fut ind mid 2nd sg
ἀλέξω
raáks̥ati
fut ind act 3rd sg
ἀλέξω
raáks̥ati
pres ind mp 2nd sg
ἀλέξω
raáks̥ati
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λεόνοφ, Αλεξέι Αρκίποβιτς — (Alexei Arkhipovich Leonov, Κεμέροβο 1934 –). Ρώσος κοσμοναύτης. Ο Λ. είναι ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε έξοδο από διαστημόπλοιο στο Διάστημα. Μετά τις σπουδές του στη στρατιωτική σχολή της πόλης Τσουγκούγεφ, υπηρέτησε στη σοβιετική… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξαντρόφ, Αλεξέι Βασίλιεβιτς — (1883 – 1946).Ρώσος συνθέτης και αρχιμουσικός χορωδιών. Υπήρξε μαθητής του Ρίμσκι Κόρσακοφ στο ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, του οποίου έγινε και διευθυντής, ενώ ήταν ο συνθέτης του εθνικού ύμνου της πρώην ΕΣΣΔ. Μελοποίησε πολλά πατριωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αρμπούζοφ, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (Aleksei ΝikolayevichArbuzov, Μόσχα 1908 – 1986).Ρώσος θεατρικός συγγραφέας. Απόφοιτος της θεατρικής σχολής του Λένινγκραντ, ασχολήθηκε με τη συγγραφή έργων που στοχεύουν κυρίως στη διαμόρφωση του πνεύματος της νεολαίας. Με τα κείμενά του… …   Dictionary of Greek

  • Κολτσόφ, Αλεξέι Βασίλιεβιτς — (Alexey Vasiliyevich Koltsov, Βορονέζ 1808 – 1842). Ρώσος ποιητής. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 1830, με ισχυρές επιρροές από τον Πούσκιν. Αργότερα κατόρθωσε να συνδυάσει τη λόγια με τη λαϊκή γλώσσα, τόσο στις συλλογές των λαϊκών… …   Dictionary of Greek

  • Κοσίγκιν, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (Alexei Nikolayevich Kosygin, Αγία Πετρούπολη 1904 – Μόσχα 1980). Ρώσος πολιτικός, πρωθυπουργός της ΕΣΣΔ (1964 80). Ήταν γιος εργατών και εργάτης ο ίδιος· σπούδασε στη Συνεργατική Τεχνική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης (τότε Λένινγκραντ) και στο… …   Dictionary of Greek

  • Κουροπάτκιν, Αλεξέι Νικολάγιεβιτς — (Aleksei Nikolayevich Kuropatkin, Χόλμσκι 1848 – Σεσούρινο 1925). Ρώσος στρατηγός. Μετά τις σπουδές του στη Στρατιωτική Σχολή του Παύλου και στην Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου, έλαβε μέρος στην επιχείρηση κατάκτησης της Μέσης Ανατολής, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (Τσολοτονόσκε 1857 – Μόσχα 1946). Ρώσος χημικός, ιδρυτής της σοβιετικής βιοχημικής σχολής. Το 1875 μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, αλλά το 1878 αποβλήθηκε και εξορίστηκε για τρία χρόνια, για τη συμμετοχή του σε πολιτικές εκδηλώσεις των… …   Dictionary of Greek

  • Μπρουσίλοφ, Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς — (1853 – 1926). Ρώσος στρατηγός. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή της Πετρούπολης. Έλαβε μέρος στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1877–1878), στον οποίο και διακρίθηκε. Το 1905 ανέλαβε τη διοίκηση της ΙΙης Μεραρχίας Ιππικού, το 1909 τοποθετήθηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Πιζέμσι, Αλεξέι Θεοφiλάκτοβιτς — (Ράμενιε, Κοστρόμα 1820 – Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, αλλά προτίμησε μια θέση δημόσιου υπάλληλου για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε στα περιοδικά Ο Μοσχοβίτης, Ο… …   Dictionary of Greek

  • Πίσεμσκι, Αλεξέι Φεοφιλάκτοβιτς — (1821 – 1881). Ρώσος συγγραφέας. Σπούδασε στη μαθηματική σχολή του πανεπιστήμιου της Μόσχας και για μεγάλο χρονικό διάστημα εργάστηκε σε κρατικές υπηρεσίες στην Κοστρομά και τη Μόσχα. Έγραψε νουβέλες, διηγήματα και μυθιστορήματα, με θέματα από τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”